οἴκτιστα

οἴκτιστα
οἴκτιστος
most pitiable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • неправѣ — (1*) нар. Неправедно: поползошасѧ въ ˫аму погибелнѹю злѣ нынѣ ходивше и неправѣ (οἴκτιστα!) ФСт XIV, 121б. Ср. правѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”